- μαγνητοφώνηση
- η [μαγνητοφωνώ]η εγγραφή ήχου σε μαγνητική ταινία με τη χρησιμοποίηση μαγνητοφώνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek